- φίλορνις
- -όρνιθος, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που αγαπά τα πουλιά2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὄρνις, -ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ - ορνις)].
Dictionary of Greek. 2013.